- χοράρχης
- ο, Νεπικεφαλής εκκλησιαστικού, κυρίως, χορού, πρωτοψάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
χορίαρχος — ὁ, Μ χοράρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + αρχος*] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
πρωτοψάλτης — ο ο πρώτος από τους ψάλτες, αλλ. χοράρχης και δομέστιχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
БАЛАСИС — [греч. Μπαλάσης от μπαλάσι красный драгоценный камень, рубин; искаженное Βαλάσιος, Παλάσιος] (2 я пол. XVII в.), свящ. и номофилакс Великой ц. Христа, греч. мелург. Патриарх Иерусалимский Досифей II, говоря «о мудрых греках от XVI века до… … Православная энциклопедия
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия